-
1 ὁπλό-κτυπος
ὁπλό-κτυπος, mit den Waffen tosend (?).
-
2 ὁπλό-δουπος
ὁπλό-δουπος, mit den Waffen rasselnd, Orph. H. 64, 3.
-
3 ὁπλο-ποιϊκός
ὁπλο-ποιϊκός, ή, όν, = ὁπλοποιητικός; ἡ ὁπλοποιικὴ τέχνη, die Kunst, Waffen zu schmieden, Plat. Polit. 280 d, v. l. ὁπλοποιητική.
-
4 ὁπλο-ποιός
ὁπλο-ποιός, Waffen u. Rüstungen machend, Waffen-, Zeugschmied, Poll. 7, 154.
-
5 ὁπλο-ποιητικός
ὁπλο-ποιητικός, ή, όν, zum Verfertigen der Waffen oder Rüstungen gehörig; ἡ ὁπλοποιητική, vulg. l. für ὁπλοποιϊκή bei Plat.
-
6 ὁπλο-ποιέω
ὁπλο-ποιέω, Waffen, Rüstungen machen, Sp.
-
7 ὁπλο-ποιΐα
ὁπλο-ποιΐα, ἡ, das Verfertigen von Waffen u. Rüstungen, D. Sic. u. a. Sp. Bes. heißt so das 18. Buch der Iliade, in welchem Hephästus für den Achilleus Waffen verfertigt, Gramm.
-
8 ὁπλο-σκοπία
ὁπλο-σκοπία, ἡ, Besichtigung der Waffen, od. Musterung der Schwerbewaffneten, Philo.
-
9 ὁπλο-τοξότης
ὁπλο-τοξότης, ὁ, eine Art schwerbewaffneter Bogenschützen, Nicet.
-
10 ὁπλο-φυλάκιον
ὁπλο-φυλάκιον, τό, Ort zum Aufbewahren der Waffen, Zeughaus, Strab. XV.
-
11 ὁπλο-φόρος
ὁπλο-φόρος, Waffen tragend, der Bewaffnete; Eur. I. A. 190 Phoen. 796; Xen. Cyr. 8, 5, 7 u. A; αὐχένες, Apol 1nds. 12 (VII, 233).
-
12 ὁπλο-φύλαξ
ὁπλο-φύλαξ, ακος, ὁ, der die Aufsicht über die Waffen führt, Ath. XII, 538 b.
-
13 ὁπλο-φορέω
ὁπλο-φορέω, 1) Waffen u. Rüstung tragen, bes. ein ὁπλίτης sein, Luc. Anach. 34. – 2) = δορυφορέω, als Leibwache begleiten, u. pass. von einer Leibwache begleitet werden, τοσαύταις μυριάσι πεζῶν καὶ χιλιάσιν ἱππέων ὁπλοφορούμενοι βασιλεῖς, Plut. Aemil. Paul. 27.
-
14 ὁπλο-φάγος
ὁπλο-φάγος, Waffen, bes. Schilder zernagend, Eust. 26, 33.
-
15 ὁπλο-χαρής
ὁπλο-χαρής, ές, sich an Waffen freuend, Waffen liebend, Orph. H. 31, 6.
-
16 ὁπλο-χελώνη
ὁπλο-χελώνη, ἡ, eine testudo, Schilddach, Tzetz.
-
17 ὁπλο υργία
ὁπλο υργία, ἡ, = ὁπλοποιΐα, Schol. Lycophr. 221.
-
18 ὁπλο-καθαρσία
ὁπλο-καθαρσία, ἡ, = Vorigem.
-
19 ὁπλο-καθαρμός
ὁπλο-καθαρμός, ὁ, Waffenreinigung, armilustrium.
-
20 ὁπλο-καθάρσιον
ὁπλο-καθάρσιον, τό, ἱερόν, = Vor.
См. также в других словарях:
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek
όπλο — το 1. καθετί που χρησιμεύει για μέσο επίθεσης, άμυνας στη μάχη, σε συμπλοκή, σε κυνήγι. 2. σώμα στρατού με ορισμένη αποστολή κατά τον πόλεμο: Τα τρία όπλα είναι Στρατός, Ναυτικό και Αεροπορία. 3. φρ., «Σήκωσαν (ή πήραν) τα όπλα», επαναστάτησαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τόξο — Όπλο που αποτελείται από μια βέργα, στις άκρες της οποίας είναι δεμένη μια χορδή από σχοινί ή νεύρο. Η χορδή τεντώνεται δυνατά και αφήνεται απότομα ελεύθερη την κατάλληλη στιγμή, δίνοντας βίαιη ώθηση στο βέλος, που το κάνει να πετάξει προς τον… … Dictionary of Greek
ακόντιο — Όπλο και αθλητικό όργανο ρίψης, το οποίο αποτελείται από ένα κοντάρι με μεταλλική αιχμή. Στην αρχαία Ελλάδα το χρησιμοποιούσαν και με τις δύο του αυτές ιδιότητες. Ως όπλο ήταν μικρό δόρυ που το χρησιμοποιούσαν σε συγκρούσεις από μικρή απόσταση… … Dictionary of Greek
βέλος — Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους… … Dictionary of Greek
αιγανέα — Όπλο των ομηρικών χρόνων που έμοιαζε με ακόντιο, αλλά είχε μεγαλύτερη αιχμή και το χρησιμοποιούσαν για εξάσκηση ή για το κυνήγι … Dictionary of Greek
βομβοβόλο — Όπλο ή συσκευή διαφόρων τύπων για την εκτόξευση βομβών. Έως τις αρχές του Α’ Παγκoσμίου πολέμου, οι στρατοί χρησιμοποιούσαν ελαφρά εμπροσθογεμή β., που αποτελούνταν από έναν μεταλλικό σωλήνα χωρίς ραβδώσεις, κλειστό στο κατώτερο άκρο, με… … Dictionary of Greek
αεροπορία — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται τόσο στην κατασκευή, όσο και τον χειρισμό κατά την πτήση αεροσκαφών βαρύτερων του αέρα, σε αντίθεση με την αεροπλοΐα που ασχολείται με σκάφη ελαφρύτερα του αέρα. Η α. περιλαμβάνει την πολεμική α., τη… … Dictionary of Greek
ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… … Dictionary of Greek
κορύνη — Αμυντικό όπλο, το οποίο χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα οι κυνηγοί άγριων ζώων. Επρόκειτο για ένα χοντρό ατρακτοειδές ρόπαλο, επενδεδυμένο με μέταλλο, χαλκό ή σίδερο. Αργότερα εξελίχθηκε σε πολεμικό όπλο, ανάλογο με αυτό που χρησιμοποιούσαν… … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek